Social Icons

27 Ιανουαρίου του 1827 - Η μάχη του Καματερού


Γράφει η Κορίνα Πενέση
Η μάχη του Καματερού είναι ένα ιστορικό τοπικό γεγονός, κατά το οποίο δεν επιτεύχθηκε νίκη αλλά συντριπτική ήττα...
Στην πολύχρονη ιστορία του Έθνους μας , αλλά και στην παγκόσμια ιστορία έχει αποδειχθεί, ότι τοπικές μάχες μεσαίας ή και μικρής κλίμακας που χάθηκαν, επέδρασαν αργότερα ως θετικοί καταλύτες στην επίτευξη των κύριων αντικειμενικών σκοπών που είχαν τεθεί.

Οι θυσίες των Ελλήνων, στις Θερμοπύλες για παράδειγμα, όπου η φθορά που υπέστη ο Περσικός Στρατός έπαιξε μεγάλο ρόλο στην μετέπειτα νικηφόρο ναυμαχία της Σαλαμίνας, η θυσία των Ελλήνων με επικεφαλής τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι που ήταν μία από τις κύριες αφορμές για την κινητοποίηση των μεγάλων δυνάμεων και τη δυναμική τους νικηφόρα παρέμβαση στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, μετά από την οποία επιβλήθηκε η ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους και η θυσία των επαναστατημένων Κρητών στο Αρκάδι, μετά την οποία οι μεγάλες δυνάμεις επέβαλαν την αυτοδιοίκηση στην μεγαλόνησο, και αυτό ήταν το πρώτο αποφασιστικό βήμα της ένωσης της Κρήτης με την μητέρα Ελλάδα.
Έτσι και η θυσία των 300  ανδρών υπό το Συνταγματάρχη Διονύσιο Βούρβαχη στη μάχη του Καματερού δεν πήγε χαμένη, αλλά επέδρασε θετικά στις μετέπειτα επιχειρήσεις υπό την ηγεσία του  Γεώργιου Καραϊσκάκη κατά τις οποίες εκκαθαρίστηκε, έστω και προσωρινά, η ευρύτερη περιοχή από τους Τούρκους. Επίσης, η θυσία του Βούρβαχη έκανε ακόμη περισσότερους φιλέλληνες κυρίως σε Γαλλία και Ισπανία να ασχοληθούν με το Ελληνικό ζήτημα. Μάλιστα ο Καραϊσκάκης, με την γνωστή του αθυροστομία, είπε στο γραμματικό του: «Γράψε ωρε καλαμαρά στους χαρτογιακάδες του γκουβέρνο αυτά που θα σου πω. Στο Καματερό ο κολονέλος Μπούρμπαχης δεν άκουσε τους καπεταναίους, ούτε τη γραφή που του έστειλα. Νόμιζε ότι βρίσκεται στη Γαλλία και κάνει πόλεμο μαζί με τον Ναπολέοντα. Όμως αυτό που έκανε στο Καματερό μου θύμισε τους παλιούς Έλληνες που μου έμαθαν οι καλόγηροι στο μοναστήρι που μεγάλωσα. Ο άτιμος Κιουταχής και τα ζαγάρια του δεν θα κάνουν πλέον στην Αθήνα ότι θέλουν ατουφέκιστοι. Ο Μπούρμπαχης χάλασε μεγάλο Τούρκικο ασκέρι και έστειλε στο σειτάνι τους πολλούς αντίχριστους. Ας στείλουν οι γραμματιζούμενοι του γκουβέρνο, με τις περικοκλάδες που ξέρουν, γραφή στη γυναίκα του και στο παιδί του για το μεγάλο αυτό παλικάρι. Να ξέρουν τι έκανε ο κολονέλος για τους Έλληνες και πόσο μεγάλος ήρωας ήταν ο κύρης τους».
Ας δούμε λοιπόν τα γεγονότα που οδήγησαν στη μάχη του Καματερού:
Βρισκόμαστε περί τα τέλη του έτους 1826 και ο αγώνας γύρω από την Ακρόπολη των Αθηνών είχε πλέον καταστεί δραματικός, εξαιτίας της διαμάχης που είχε δημιουργηθεί μεταξύ κυβερνήσεως που δεν μπορούσε να επιβληθεί και των Αρχηγών των ισχυρών Ελληνικών επαναστατικών στρατευμάτων που είχαν στρατοπεδεύσει στην Ερμιόνη.
Ο Κιουταχής παρά τις συνεχείς ήττες των στρατευμάτων του, την απώλεια όλων των ερεισμάτων του επί της Στερεάς Ελλάδος, που εκτείνονταν από τον Κορινθιακό κόλπο μέχρι τις ακτές του Ευβοϊκού, και τον κίνδυνο αποκοπής του από τις βάσεις ανεφοδιασμού που είχε στην Λαμία και στην Θεσσαλία, επέμενε στην πολιορκία της Ακροπόλεως με αποτέλεσμα οι απόπειρες επιθετικών εξορμήσεων των πολιορκημένων Ελλήνων να γίνονται καθημερινά δυσκολότερες. Η μόνη επιδίωξή του, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ήταν η άλωση της Ακρόπολης των Αθηνών, καθότι πίστευε ότι επιτυγχάνοντας το σκοπό αυτό θα μπορούσε ευκολότερα να ανακαταλάβει όλη τη Στερεά Ελλάδα.
Οι πολιορκούμενοι στην Ακρόπολη Έλληνες είχαν βρεθεί σε πολύ δύσκολη θέση, εξαιτίας της  αριθμητικής τους δύναμης που είχε μειωθεί δραματικά, λόγω των πολλών απωλειών κατά την μακρόχρονη πολιορκία, εξαιτίας της ανεπαρκούς  υγειονομικής περίθαλψης των τραυματιών και της παντελούς έλλειψης φαρμάκων  και κυρίως εξαιτίας του ότι δεν υπήρχαν τροφές και το λίγο σιτάρι ή κριθάρι που είχαν, δεν μπορούσαν να το αλέσουν, ούτε είχαν ξύλα για το άναμμα φωτιάς για να το βράσουν και να το καταναλώσουν.
Ως εκ τούτου ο Κιουταχής είχε αφεθεί ελεύθερος να δρα, χωρίς να παρενοχλείται από κανέναν. Η πολύμηνη αυτή κατάσταση έπρεπε να τελειώσει. Η δύναμη που είχε αφήσει ο Καραϊσκάκης στην Ελευσίνα, υπό τις διαταγές του Βάσσου, ήταν ανεπαρκής για να προβεί σε οποιαδήποτε επιχείρηση αντιπερισπασμού του Κιουταχή, που θα ανακούφιζε και θα ενίσχυε έστω για λίγο τους πολιορκούμενους.
Γύρω στα τέλη Δεκεμβρίου 1826 η δύναμη του Βάσσου ενισχύεται από το σώμα του Συνταγματάρχη του Γαλλικού Στρατού Διονυσίου Βούρβαχη ο οποίος διατάχθηκε από τη Κυβέρνηση να μεταβεί στην Αττική.
Στα μέσα του Ιανουαρίου 1827 έφθασε στην Ελευσίνα και ο Παναγιώτης Νοταράς με 1200 μισθωτούς Ρουμελιώτες και έτσι η δύναμη του στρατοπέδου ανήλθε σε 3000 άνδρες. Στη Σαλαμίνα είχαν συγκεντρωθεί 1000 περίπου άνδρες υπό τους Νοταρά, Μακρυγιάννη και τον Καλλέργη, με σκοπό να βοηθήσουν τη δράση του στρατού της Ελευσίνας. Σ’ αυτούς προστέθηκαν και 400 τακτικοί υπό τον Ιγγλέση, λίγοι άτακτοι ιππείς και φιλέλληνες Γάλλοι, Άγγλοι, Ρώσοι και Γερμανοί αξιωματικοί, που η πολεμική τους μεγάλη εμπειρία δεν είχε σχέση με τακτικές κλεφτοπολέμου που εφάρμοζαν οι επαναστατημένοι Έλληνες, αλλά σε μάχες τακτικού στρατού με ενίσχυση ιππικού και βαρέως πυροβολικού. Αρχηγός όλου αυτού του ανομοιογενούς ‘’στρατού’’, ορίσθηκε ο φιλέλληνας  Συνταγματάρχης από την Σκωτία Θωμάς Γκόρντον.
Παρά την ανομοιογένειά της, η δύναμη που είχε συγκεντρωθεί ήταν ικανή για να ενοχλεί σοβαρά τον Κιουταχή και να ανακουφίζει τους πολιορκούμενους.
Οι βρισκόμενοι στο στρατόπεδο της Ελευσίνας κινήθηκαν την νύχτα της 20ής Ιανουαρίου και την επόμενη έφτασαν στην Χασιά, από όπου την αυγή οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν στο Μενίδι. Εκεί υπήρχε φρουρά Οθωμανών. Λίγοι παρουσιάστηκαν στο χωριό, ενώ οι υπόλοιποι κρύφτηκαν στα βουνά παραμονεύοντας. Οι Τούρκοι βλέποντας τους λίγους Έλληνες βγήκαν για να τους κυνηγήσουν, έπεσαν όμως σε παγίδα και τράπηκαν σε φυγή, βρίσκοντας καταφύγιο σε ένα εκκλησάκι στο Μενίδι. Οι Έλληνες τους καταδίωξαν και μπήκαν στο χωριό, αλλά μην μπορώντας να κυριεύσουν την εκκλησία μέχρι το βράδυ επέστρεψαν στην Χασιά. Ο Καραϊσκάκης μαθαίνοντας τα περί προετοιμασίας του Βάσσου, Νοταρά και Βούρβαχη και υποπτευόμενος ότι θα πέσουν σε λάθος, τους έγραψε να προφυλαχθούν και να μην κάνουν καμία κίνηση μέχρι να έλθει, για να σκεφτούν μαζί τι πρέπει να γίνει.
Στις 24 Ιανουαρίου, τρεις ώρες μετά την δύση του ήλιου, απέπλευσε στράτευμα από την Σαλαμίνα υπό τις διαταγές του φιλέλληνα Γκόρντον και τα μεσάνυχτα έφτασαν στο Φάληρο. Το τότε λιμάνι του Πειραιά φρουρούσαν 200 Τούρκοι κατέχοντας την θέση της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα, θέση που βρίσκεται σήμερα η Εκκλησία του Πειραιά Άγιος Σπυρίδωνας. Οι Έλληνες όμως αποβιβάσθηκαν πιο πέρα και συγκεκριμένα στο Φάληρο και μπόρεσαν ανενόχλητα την ίδια νύχτα να καταλάβουν το φρούριο που βρίσκεται επάνω από την Μουνιχία. Πριν ακόμα φέξει οχύρωσαν την θέση αυτή, και έστησαν και πέντε κανόνια. Την επόμενη ξεκίνησαν να κυριεύσουν το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα. Κανονιοβόλησαν το μοναστήρι σφοδρά και κατεδάφισαν ένα μέρος του. Μέσα στο ρήγμα αυτό όρμησαν πεντακόσιοι άνδρες υπό τον Ιωάννη Νοταρά με σκοπό να το κυριεύσουν, αλλά αποκρούστηκαν και επέστρεψαν στο φρούριο με βαριές απώλειες. Μετά την σύγκρουση αυτή κατέβηκε ο Κιουταχής συνοδευόμενος με πολλούς ιππείς και παρατήρησε την θέση των Ελλήνων. Βλέποντας όμως ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για τις θέσεις των στρατευμάτων του στον Άγιο Σπυρίδωνα, επέστρεψε στο στρατόπεδό του που ήταν στα σημερινά Πατήσια.
Στις 25 Ιανουαρίου άρχισε πάλι  ο κανονιοβολισμός κατά της Μονής. Κατά την διάρκεια του κανονιοβολισμού κατέφθασε ο Κιουταχής με πολυάριθμο πεζικό και ιππικό και με δύο κανόνια μεγάλης εμβέλειας, τα οποία τα έστησε σε ένα ύψωμα. Επισκέφτηκε το Μοναστήρι, το ενίσχυσε με τριακόσιους στρατιώτες έστησε σε ένα λόφο κανόνια και μια βομβοβόλο και επέστρεψε πάλι στο αρχηγείο του στα Πατήσια.
Στις 26 Ιανουαρίου τα στρατεύματα που βρίσκονταν στη Χασιά, ο αριθμός των οποίων αυξήθηκε σημαντικά σε 3000 από άπειρους όμως σε πόλεμο αγροκτηνοτρόφους των γύρω χωριών (Χασιά, Μενίδι, Καματερό, Δερβενοχώρια κλπ), πλην όμως ένθερμων αγωνιστών με υψηλό ηθικό και φρόνιμα, οι οποίοι συν τις άλλοις επιζητούσαν και εκδίκηση για τα δεινά που είχαν υποστεί από τις καταστροφές και κυρίως το πλιάτσικο των στρατευμάτων του Κιουταχή, μετακινήθηκαν στο Καματερό για στρατοπέδευση.
Το πρωί της 27 Ιανουαρίου 1827, με την ανατολή του ηλίου, ο Κιουταχής επιτέθηκε ο ίδιος επικεφαλής 2000 πεζών και 600 ιππέων, με την υποστήριξη δύο βαρέων πυροβόλων, κατά του σώματος των 300 ανδρών του Βούρβαχη. Μάλιστα τα δύο πυροβόλα τα έστησε με προσανατολισμό βολής τα σώματα των Νοταρά και Βάσσου, ώστε αυτοί να αποκοπούν και να μην έχουν την παραμικρή δυνατότητα υποστήριξης του σώματος του Βούρβαχη. Το πεζικό και το ιππικό επιτέθηκε αποκλειστικά και μόνο εναντίον του Βούρβαχη.
Ο γενναίος όμως αυτός Συνταγματάρχης κατόρθωσε να συγκρατήσει το σώμα του, αλλά η μάχη που έφθασε σε πάλη σώμα με σώμα υπήρξε άνιση. Το τάγμα του κυριολεκτικά κατακόπηκε και κατακρεουργήθηκε. Και οι τριακόσιοι έπεσαν νεκροί και μεταξύ αυτών ο Βούρβαχης, τρεις φιλέλληνες Γάλλοι αξιωματικοί και εκ των Ελλήνων οι Μενιδιάτες οπλαρχηγοί, που είχαν ενταχθεί με τους άνδρες τους στο τάγμα του Βούρβαχη, Αναγνώστης Κιουρκατιώτης και Προκόπης Λέκκας, ήρωες παλαιοτέρων μαχών που είχαν τιμηθεί από τον Αρχιστράτηγο Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Οι στρατιώτες των άλλων σωμάτων του Νοταρά και του Βάσσου, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να προσφέρουν καμιά βοήθεια στον Βούρβαχη επειδή βάλλονταν συνέχεια από το βαρύ πυροβολικό του Κιουταχή, βλέποντας και τη σφαγή που διαδραματίζονταν στην πεδιάδα αποσύρθηκαν πίσω από το ποικίλο όρος με κατεύθυνση άλλοι προς τον ορεινό όγκο της Πάρνηθας και συγκεκριμένα στη Χασιά και άλλοι προς την Ελευσίνα με τελικό προορισμό την Κούλουρη Σαλαμίνας.
Μετά τη μάχη ο Κιουταχής διέταξε να αποκόψουν τις κεφαλές των Βούρβαχη και των τριών Γάλλων Αξιωματικών για να τις αποστείλει μαζί με τις στολές τους στον σουλτάνο, ως πειστήρια για την Πύλη ότι Γάλλοι αξιωματικοί υπηρετούν στην Ελλάδα και ότι διοικούν τους επαναστατημένους Έλληνες. Ακολούθως ο Κιουταχής αποσύρθηκε στα Πατήσια έχοντας όμως υποστεί σοβαρές απώλειες σε έμψυχο δυναμικό, τηρουμένων των αριθμητικών αναλογιών των αντιπάλων, τις οποίες δεν περίμενε.
Η σκληρότητα της μάχης και το οδυνηρό αποτέλεσμά της συγκλόνισαν τους Έλληνες και ιδιαίτερα τους κατοίκους του Καματερού, του Μενιδίου και της Χασιάς που είχαν τους περισσότερους νεκρούς. Για πολλά χρόνια ακούγονταν το μοιρολόι που θρηνούσαν οι γυναίκες στην Αρβανίτικη διάλεκτο «Ποστ ντε Καματερό, ραν τρι ματ σωρό», δηλαδή κάτω στο Καματερό πέσαν τα παλικάρια σωρό.
Ο Κιουταχής έστειλε το κεφάλι του Βούρβαχη και το ξίφος του, το οποίο στη λαβή του είχε διακοσμηθεί με Βοημικό πετράδι, στο σουλτάνο, για να του δείξει ότι νικάει Γάλλους στρατηγούς. Πρόσθεσε μάλιστα και ένα ψωμί παρασκευασμένο από Αμερικάνικο αλεύρι, για να δείξει ότι το εθελοντικό σώμα του Βούρβαχη τροφοδοτείτο πλουσιοπάροχα από αλλοδαπούς ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες.
Κατά δε μία πληροφορία, ο σουλτάνος τόσο πολύ ενθουσιάστηκε από το τρόπαιο που του έστειλε ο Κιουταχής, ώστε ζήτησε από τους χρυσοχόους του παλατιού να μεταμορφώσουν το κρανίο του ηρωικού αγωνιστή σε πολυτελές κύπελλο. Άλλωστε ο συγκεκριμένος σουλτάνος δεν μπορούσε να μην επιδείξει και στην περίπτωση αυτή τη βάρβαρη και απάνθρωπη παιδεία και καταγωγή του.
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης γράφει στα απομνημονεύματα του:
" Ειχ έρθει κ ένας αξιωματικός από την Γαλλία, γενναίος άντρας και καλός άνθρωπος τον έλεγαν Μπούρμπαχη…….ήταν κολονέλος εις την Γαλλίαν. Αφού άκουσε για την λευτεριά της πατρίδας του, ήρθε να αγωνισθεί απαθείς πατριωτικώς, πήγε ναύρη τους συγγενείς και τους πατριώτες του ηύρε και τον κόντε Μεταξά και τους συντρόφους του. Τον οδηγούν και πληρώνει εξ ιδίων του και συνάζει χίλιους ανθρώπους….. και σκοτώθηκε ο αγαθός Μπούρμπαχης κι άλλοι τέσσερες συνάδελφοι του φιλέλληνες στο Καματερό " .
Λίγους μήνες αργότερα, στις 5 Μαϊου 1827, οι σύνεδροι της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης αναγνωρίζοντας τη γενναιότητα και τη σπουδαιότητα της θυσίας του Διονυσίου Βούρβαχη, έστειλαν στη σύζυγό του επιστολή συλλυπητηρίων τονίζοντας ότι «ο ένδοξος αυτού θάνατος προξενεί τιμή για την ανθρωπότητα».
Αυτή η μάχη όπως και πολλές άλλες, ας μην ήταν νικητήρια, μνημονεύονται για να θυμούνται εκείνοι που γνωρίζουν τον αγώνα των ηρώων μας  και για να μαθαίνουν οι νεότεροι.
 Η γνώση είναι δύναμη, ως εκ τούτου λαός που θα ήθελε να μην έχει ιστορική μνήμη και να διαγράψει την ιστορία του, θα ήταν αναγκασμένος να αρχίσει τη ζωή του από το ΧΑΟΣ. Και αυτό εμείς οι ΄Ελληνες Εθνικιστές δεν το θέλουμε και δεν θα επιτρέψουμε να συμβεί.