Social Icons

Αφιέρωμα στην Μνήμη του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη του Κοσμοκαλόγηρου της Ελληνικής Λογοτεχνίας


Γράφει η Κορίνα Πενέση
O Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε μια τραγική προσωπικότητα της νεότερης Ελλάδας με τόσο πολλές όψεις που ακόμη τον ανακαλύπτουμε. Έζησε μόνος, απένταρος, πιστός στην τέχνη, αδιάφορος για τα χρήματα και την κοινωνική ένταξη, μοίρασε τη ζωή ανάμεσα στα καπηλειά και στις εκκλησίες, σχεδόν ρακένδυτος, υπήρξε πάντα ένας αποσυνάγωγος τεχνίτης της γλώσσας και της αφήγησης.
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 σε ένα νησί που φημίζεται για τη φυσική καλλονή του και τους ψαράδες του, τη Σκιάθο. Ήταν το τέταρτο παιδί του ζεύγους Αδαμαντίου και Γκιουλιώς (Αγγελικής) Εμμανουήλ. Το επώνυμο Παπαδιαμάντης προέρχεται από το όνομα του πατέρα του που ήταν και παπάς. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δυο πέθαναν μικρά) με το φόβο του Θεού και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, που τη διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν ανέμελα στο νησί και θα τα ανακαλέσει πολλές φορές νοσταλγικά στα κείμενά του. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε ( με πολλές διακοπές λόγω οικονομικών δυσκολιών) στο Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, τον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το "αγγελικό σχήμα" επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του, του στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμα του στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση, σε όλες τις δύσκολες στιγμές του, όπως όταν απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές και σύντομα αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα.
Στην Αθήνα λοιπόν ξεκίνησε για να σπουδάσει Θεολογία, αλλά αυτός θα κάνει στροφή την τελευταία στιγμή και θα γραφτεί στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Θα απογοητευθεί γρήγορα από το στείρο κλίμα και θα τα παρατήσει. Μελετά μόνος του αγγλικά και γαλλικά και παραδίδει μαθήματα. Φυτοζωεί κυριολεκτικά.
Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί και να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, που είχε μάθει σε βάθος και που λίγοι τα γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.
Το 1878 γνωρίζεται με τον εκδότη της «Ακρόπολης» Βλάση Γαβριηλίδη και η θέση του καλυτερεύει κάπως. Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή του από την εργασία του στην "Ακρόπολη" ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα) και αρκετά από συνεργασίες του σε άλλες εφημερίδες και περιοδικά, που ήταν περιζήτητες, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Γιατί είναι σπάταλος, κακοδιοίκητος, άταχτος. Ξοδεύει χωρίς υπολογισμό, χωρίς να σκέφτεται την αυριανή μέρα. Μένει μόνιμα απένταρος, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να ζει με αξιοπρέπεια καθώς είναι λιτότατος και ασκητικός. Αντίθετα, σκορπάει τα λεφτά του, και μόνο κάθε πρωτομηνιά έχει χρήματα στην τσέπη του. "Κατ' εκείνην την ημέραν συνέβη να είμαι πλούσιος.." γράφει κάπου. Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ", ο διευθυντής του προσέφερε μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: "Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό." Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το πιοτό που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση του κατέστρεψαν την υγεία και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.
Μα και γενικά στη ζωή του ήταν απλησίαστος. Του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση. Δεν έπιανε εύκολα φιλίες, και ήταν πάντα επιφυλακτικός, κλεισμένος στον εαυτό του. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Ακόμα και προς τον Βλάση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας, και τον ενθάρρυνε και τον βοηθούσε πάντα, σε κάθε δύσκολη στιγμή του, δεν του έδειξε την αγάπη, που ίσως θα έπρεπε. Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητεί την πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματα του και τον ποιητικότατο πεζό του λόγο στα διάφορα διηγήματα του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του πανέμορφου νησιού του. Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση τον έκαναν να ομοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλει στον Ι. Ναό Αγίου Ελισαίου ως δεξιός ψάλτης, στον ίδιο ναό έψαλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης.
Είναι μια γραφική φιγούρα της Αθήνας. Ο Μιλτιάδης Μαλακάσης τον περιγράφει ως «μια σιλουέτα με ακατάστατα γενάκια, απεριποίητη περιβολή, λασπωμένα ή κατασκονισμένα υποδήματα, ξεθωριασμένο ημίψηλο, με μια παπαδίστικη κάννα με ασημένια λαβή, μαύρο κορδόνι γύρω από μια ασιδέρωτη λουρίδα, ένα είδος κολάρου, συγκρατώντας με τα χέρια του ένα πανωφόρι που του έπεφτε λίγο μεγάλο», το οποίο ήταν γνωστό ότι του το είχε στείλει από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Πάλλης. Ο Δ. Χατζόπουλος τον χαρακτηρίζει ιδιόρρυθμο, εκκεντρικό, μποέμ, άνθρωπο των καπηλειών και των τρωγλών, και τον παρομοιάζει με τον φιλόσοφο Μένιππο, τον πνευματώδη Λουκιανό, τον παρατηρητικό Ντίκενς, τον ψυχολόγο Τουργκένιεφ. Ο ίδιος όταν το μάθει θα πει: «Δεν μοιάζω με κανέναν, είμαι ο εαυτός μου». Το 1906 αρχίζει να συχνάζει στη Δεξαμενή Κολωνακίου. Κάθεται στο πιο φτηνό από τα δύο καφενεία, αυτό του Μπαρμπα-Γιάννη, όπου ο καφές είχε μία δεκάρα. Αγοραφοβικός, μακριά από όλους τους πελάτες, σταύρωνε τα χέρια στο στήθος, έγερνε το κεφάλι και ονειροπολούσε. Εκεί τον φωτογράφισε ο Παύλος Νιρβάνας, σε αυτή τη φωτογραφία που τον έχουμε ως σήμερα.
Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και υμνητή του ρόδινου νησιού του", θρασσομανάν΄ οι ρεματιές, οι χαράδρες, οι αναβασιές, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση, όσο και η θαλασσινή του διαμόρφωση, με τα αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τ' ακρογιάλια, με διαφορετική το καθένα μορφή, αλλού χαλίκια, αλλού χοντρά βότσαλα, αλλού χρυσαφένια δαντελώματα, αλλού αμμουδερά ονειρεμένα ακρογιάλια, όπως οι περίφημες κουκουναριές, που τα δέντρα τους περπατούν πάνω στο διάπλατο ασημένιο γιαλό και θαρρείς πως είναι έτοιμα να βουτήξουν μέσα στη θάλασσα. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες περνοδιαβαίνουν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη ασταμάτητα και του κρατούν συντροφιά στην ατελείωτη μοναξιά του. Κι όταν πια ο καημός του γίνει στοιχειό και άλλο δε βαστιέται, ο Παπαδιαμάντης τα κάνει διηγήματα, κεντημένα με ποιητικό μαγνάδι, ντύνοντας τα με τα θρησκευτικά βιώματα του ή τη ζωή, τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωες του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές ή κακομούτσουνες μάγισσες και λογής-λογιών αγύρτισσες.
Και όταν δεν κάνει τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, τότε παίρνει τα θέματα του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας, Το υπόστρωμα, συνήθως, είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως και μια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα κατάβαθα του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση και στην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίωσαν με τον Ντοστογιέφσκι.
Ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια φράση που ο ίδιος μας άφησε : Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐνόσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σοφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν, καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἔθη.
Το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Η μετανάστις» δημοσιεύεται το 1878 στην εφημερίδα «Νεολόγος» Κωνσταντινουπόλεως. Θα ακολουθήσει το 1882 το δεύτερο μυθιστόρημά του με τίτλο «Οι έμποροι των εθνών» δημοσιευμένο στο «Μη χάνεσαι». Δημοσιεύει συνεχώς, γίνεται πια γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους, αν και αποφεύγει να συγχρωτίζεται με αυτούς.
Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα του και την Μητέρα του Κόσμου όλου, την Παναγία. Κι όμως, ο Παπαδιαμάντης που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο, του οποίου γνώριζε την πραγματική αξία, δεν θεώρησε ποτέ του ότι ήταν και ποιητής, αν και η ποιητική πνοή αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό και του πεζού του λόγου. Γι' αυτόν η ποίηση υπήρξε ένα μυστικό σάλεμα της βασανισμένης του μυστικοπάθειας, χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια κι έτσι πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Αν η πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα, δεν εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.
Όσο ζούσε δεν είδε ποτέ δημοσιευμένο δικό του βιβλίο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε το έργο του να αποτελεί τη βασικότερη παρακαταθήκη για τους έλληνες πεζογράφους: Δ. Χατζής, Γ. Ιωάννου, Αλ. Κοτζιάς, Χρ. Μηλιώνης, Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Θ. Βαλτινός, Μένης Κουμανταρέας...
Τον διεκδικούν οι δημοτικιστές γιατί το έργο του ανήκει στην πρωτοπορία του καιρού του, αλλά δεν τον συμπαθούν για τη γλώσσα του. Το ίδιο οι καθαρευουσιάνοι, γιατί είναι γλωσσικά συντηρητικός, μα λογοτεχνικά έξω από το κλίμα τους. Κριτική, όσο ζούσε, εκτός από τον Παλαμά στα 1899, και τον Νιρβάνα στα 1906, δεν γράφτηκε καμιά (εκτός από τους νέους της Αλεξάνδρειας) και στα εικοσιπεντάχρονά του στον "Παρνασσό" πάλι το 1908, μόνο ο Νιρβάνας μίλησε. Μάταια, ο Γαβριηλίδης γράφει: "Δεν είναι απλούς διηγηματογράφος, είναι πνευματικός και ηθικός εργάτης, αγωνιστής της προόδου, της ενημερώσεως, της δικαιοσύνης...". Οι επιφυλάξεις εξακολουθούν. Ο πάντα ανοιχτομάτης Ξενόπουλος διστάζει να διακηρύξει την αξία του Παπαδιαμάντη. Μόνο ο Παλαμάς, ο επισημότερος κριτικός της μεταψυχαρικής περιόδου, συνόψισε τα χαρακτηριστικά της διηγηματογραφικής φυσιογνωμίας του, που "δίνει την άυλη χαρά της τέχνης".
Αμέσως, όμως, μετά το θάνατο του όλοι ομόφωνα σχεδόν τον εγκωμίασαν αυθόρμητα. Ο Γρ. Ξενόπουλος τον τίμησε με μιαν από τις καλύτερες κριτικές μελέτες του : "Ο Παπαδιαμάντης (γράφει) δεν εψεύτηκε ποτέ, δεν εμιμήθη ποτέ, δεν επροσποιήθη ποτέ, δεν εκιβδηλοποίησε ποτέ. Έκοψε μόνον ολόχρυσα νομίσματα από το μεταλλείον της ψυχής του, της αγνής καί αδιάφθορου (...). Η ψυχή του είναι καθαυτό η ρωμέικη λαϊκή ψυχή", θεωρεί αριστούργημα του Παπαδιαμάντη την "Φόνισσαν" και την χαρακτηρίζει "τραγωδίαν μεγαλοπρεπεστάτην".
Μετά την έκδοση των "Απάντων" του, η κριτική έχοντας στη διάθεση της όλο το έργο του συγγραφέα, προσπαθεί να ερμηνεύσει το έργο του από όλες τις πλευρές. Έτσι οι εργασίες συνεχίζονται και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο τεκμήριο ότι το έργο του Παπαδιαμάντη είναι εθνικό, μεγάλο και απέραντο. Μέσα στο έργο του ο Παπαδιαμάντης μας μιλεί για την αρετή και κακία, για τον αγώνα του εξυψωμού του Έθνους, για το Χριστιανισμό, που γι' αυτόν δεν είναι μόνο τυφλή πίστη, είναι συστήματα ζωής και αλήθειας, για την πολιτική κατάντια του καιρού του και προτείνει τα μέτρα για την ηθική της ανάπλαση, για την παιδεία, το χτύπημα του λογιοτατισμού και την αληθινή ανόρθωσή της με το ζωντανό πνεύμα της λαϊκής παράδοσης.
Χτύπησε τους γραμματοσοφιστές, τους τοκογλύφους και τους δημαγωγούς, μας παρουσιάζει πόσο πατριώτης ήταν με τα μάτια της ψυχής του γυρισμένα στα Μεγάλα Χρόνια και στην Πόλη και κλαίει το ξεφύλλισμα του ιδανικού της Μεγάλης Ιδέας στις ψυχές των συγχρόνων του, μας μιλεί με πόνο στα φυλλοκάρδια του για τη λαϊκή ζωή και για το σεβασμό του προς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Μας έδειξε σε όλους τους τόνους την ελληνικότητα του με τις βαθύτερες μελέτες του για την αρχαιότητα, την Αλεξανδρινή εποχή, τη Βυζαντινή, την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, ως τη νεότερη. Μας έδωσε την ιδιότυπη γλώσσα του, που με τη συνεχή της εξέλιξη έφτασε στον ατόφιο δημοτικό λόγο, παρ'όλη την αντίθεση του στον άκρο ψυχαρισμό, μας παρουσίασε μια θρησκευτικότητα βασισμένη στις αρχές των πρώτων Χριστιανών.
Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του. Μετά το θάνατο του τυπώθηκαν από τις εκδόσεις "Φέξη" (1912-1913) έντεκα τόμοι με όσα διηγήματα βρέθηκαν τότε. Πέντε τόμους μας έδωσε ο Οίκος "Ελευθερουδάκη" το 1925-1930, και έναν τόμο "Θαλασσινά διηγήματα" ο Αθ. Καραβιάς το 1945. Το 1955, τα "Άπαντά" του εκδόθηκαν από τον Εκδ. Οίκο "Δ. Δημητράκου" με στοιχεία βιογραφικά, κριτικά σχόλια, προλόγους, γενική επιμέλεια Γ. Βαλέτα. Το 1963, τα "Άπαντα" του Παπαδιαμάντη εκδόθηκαν σε τρεις τόμους από την "Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων", με προλόγους καί επιμέλεια Μιχ. Περάνθη.
Ο Παπαδιαμάντης έγραψε τρία μυθιστορήματα: "Η Μετανάστις", "Οι έμποροι των Εθνών", "Η Γυφτοπούλα". Τρία εκτεταμένα διηγήματα (νουβέλες): "Χρήστος Μηλιόνης", "Φόνισσα" και "Ρόδινα Ακρογιάλια". Επίσης 180 διηγήματα και 40 μελέτες και άρθρα.
Το 1909 ο συγγραφέας θα γυρίσει στο νησί του, όπου πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, ύστερα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια κι άλλου. Ορισμένοι ποιητές έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.α.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του.